- διαγνωστικῆς
- διαγνωστικόςable to distinguishfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… … Dictionary of Greek
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
βιοψία — Η λήψη μικρών κομματιών ιστών από ζωντανούς οργανισμούς για διαγνωστική ιστολογική εξέταση. Η λήψηαυτή γίνεται κατόπιν χειρουργικής τομής του υπό εξέτασηιστού ή με παρακέντηση και αναρρόφηση. Η εκλογή της μεθόδου εξαρτάται από τη φύση και τη θέση … Dictionary of Greek
διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… … Dictionary of Greek
ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
οροδιαγνωστικός — ή, ό 1. ιατρ. αυτός που αφορά τη διάγνωση η οποία γίνεται με βάση την ανάλυση και εξέταση τού ορού τού αίματος 2. το θηλ. ως ουσ. η οροδιαγνωστική ιατρ. μέθοδος ανοσολογικής διαγνωστικής τών λοιμωδών και τών αυτοανοσιακών νοσημάτων η οποία… … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… … Dictionary of Greek
σημειολογία — (Ιατρ.). Ο τομέας της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη των σημείων (συμπτωμάτων), που επιτρέπουν τη διάγνωση των νόσων και των μεθόδων για την αποκάλυψη τους. Εκτός από τα σημεία των νόσων, μελετά και τα σημεία των φυσιολογικών λειτουργιών,… … Dictionary of Greek